Cinemagyar: Ουγγαρέζικα διαμάντια στην Ταινιοθήκη

Η Ταινιοθήκη της Ελλάδος και η Carousel Films, με την υποστήριξη της Ουγγρικής Πρεσβείας στην Ελλάδα και σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη της Βουδαπέστης, παρουσιάζουν το κινηματογραφικό αφιέρωμα Cine Magyar. 15 μοναδικές ταινίες που γυρίστηκαν από τις αρχές του 50 μέχρι το 1989 μεταξύ των οποίων και το βραβευμένο με Oscar Μεφίστο δίνουν μια εικόνα μιας σπουδαίας κινηματογραφίας που βρέθηκε για πολλά χρόνια  στην πρώτη γραμμή της διεθνούς πρωτοπορίας. Μεταξύ των ταινιών που θα προβληθούν είναι και το «Ο 20ος μου αιώνας» (1989) της Ίλντικο Ενιέντι , που θα είναι παρούσα για να παρουσιάσει το έργο της αλλά και λοιπές ταινίες του αφιερώματος και να συζητήσει με το κοινό.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που το νεότερο Ουγγρικό σινεμά, παρουσιάζεται σε ένα ολοκληρωμένο κινηματογραφικό αφιέρωμα με ταινίες αντιπροσωπευτικές πολλών και διαφορετικών τάσεων, αποκαλύπτοντας ένα μοναδικό πλούτο έκφρασης και στυλ. Το Ουγγρικό σινεμά γνώρισε τη δική του δημιουργική έκρηξη, κυρίως  τη δεκαετία του 60, επηρεασμένο όπως και άλλες εθνικές κινηματογραφίες από τη νουβέλ βαγκ και το φρι σίνεμα, αλλά και τα πολιτικά – κοινωνικά αιτήματα της εποχής. Περιλαμβάνει άντρες και γυναίκες δημιουργούς, κινηματογραφιστές μεγαλύτερης ηλικίας που είχαν ήδη ξεκινήσει την καριέρα τους την δεκαετία του 50 (Γιάντσο, Φάμπρι, Μακ, Μέσαρος), νεότερους απόφοιτους της Σχολής της Βουδαπέστης και των Στούντιο Μπέλα Μπάλας (Γκάαλ, Σάμπο, Κόσα, Χούσαρικ). Δημιουργούς με διαφορετικές προσωπικότητες, ιδιοσυγκρασία και ματιά πάνω στο σινεμά, με κοινό χαρακτηριστικό, την αναζήτηση της ισορροπίας μεταξύ μια ριζοσπαστικής φόρμας και μιας πολιτικά  προοδευτικής θεματικής, την έρευνα πάνω στο κάδρο, τα μαύρα, το χρώμα, την δομή της αφήγησης, τη ρήξη με τις συμβάσεις του ψυχολογικού δράματος, Ειδικά τη δεκαετία του 60, ο αναστοχασμός πάνω στις ουκ ολίγες πληγές της Ουγγρικής Ιστορίας (η αποτυχημένη επανάσταση του 1848, η τραγωδία του 1919, το όνειδος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, η καταστροφική τρίμηνη πολιορκία της Γερμανοκρατούμενης Βουδαπέστης από τα Σοβιετικά στρατεύματα, η παράνοια της διακυβέρνησης Ράκοσι,  η νέα τραγωδία της Βουδαπέστης το 56) και η διαμόρφωση της μενταλιτέ του σύγχρονου Ούγγρου, υπήρξε θεμελιώδες ζητούμενο στα περισσότερα έργα των Μαγυάρων σκηνοθετών.  Σε αυτό το πλαίσιο, οι δημιουργοί δεν δίσταζαν να εκφράσουν τους προβληματισμούς τους για την τρέχουσα πολιτική – κοινωνική κατάσταση της χώρας, γεγονός που όχι σπάνια, απέφερε οδυνηρά αποτελέσματα για τους ίδιους και τα έργα τους.

Ακόμα όμως κι όταν κόπασε η θύελλα του κινηματογράφου του δημιουργού των 60s, το ουγγρικό σινεμά διατήρησε τη δυναμική της ανανέωσης και του ανοίγματος σε καινούρια στυλ και θεματικές. Νέες τάσεις όπως ένα εφαρμοσμένο σινεμά ντιρέκτ και αργότερα μια μεταμοντέρνα αβανγκάρντ αφηγηματικότητα, ήρθαν στο προσκήνιο, ενώ άρχισε να ανατέλλει το άστρο του Μπέλα Ταρ, δημιουργού που θα κυριαρχούσε παγκοσμίως στις δεκαετίες μετά το 90.

Το Ουγγρικό σινεμά είχε αρχίσει να δημιουργείται από τη δεκαετία του 1910. Ήδη, το 1910, η Βουδαπέστη είχε τους περισσότερους κινηματογράφους από κάθε άλλη Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα κι είχαν αρχίσει να λειτουργούν τα πρώτα Ουγγρικά στούντιο. Η κινηματογραφική θεωρία είχε κιόλας ξεκινήσει με τα εμβληματικά κείμενα των Γκέοργκ Λούκατς και Μπέλα Μπάλας και από το 1913, κυκλοφορούσε κινηματογραφικό περιοδικό θεωρία (το Filmkultura) αλλά και μηνιαίο έντυπο για τους επαγγελματίες. Η κατάρρευση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης των Συμβουλίων, το 1919 και η επικράτηση του Λευκού τρόμου με την άνοδο στην εξουσία του φιλοναζί Χόρτι, αποψίλωσε στην κυριολεξία το Ουγγρικό σινεμά από τα μεγαλύτερα ταλέντα του. Δεν δυσκολεύτηκαν να προσαρμοστούν στο Χόλιγουντ ή σε άλλες κινηματογραφίες. Έτσι ο Μίχαλι Κέρτεζ έγινε Μάικ Κέρτιζ (και γύρισε την «Καζαμπλάνκα), ο Κάρολ Βίντορ έγινε Τσαρλς Βίντορ (και γύρισε την Τζίλντα), ο Έρνεστ Πρέσμπέγκερ γύρισε τα «Κόκκινα παπούτσια», ο Σάντορ Κόρντα έγινε Σερ Αλεξάντερ Κόρντα στην Αγγλία, ο Μπέλα Λουγκόσι και πολλοί άλλοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί έκαναν διεθνή καριέρα. Το κενό κράτησε ως τις αρχές του 50, όταν οι Ούγγροι δημιουργοί (με πρωτοπόρο τον Ζόλταν Φάμπρι) απεγκλωβίστηκαν από τον κρατούντα σοσιαλιστικό ρεαλισμό και τη σταχανοβική απεικόνιση της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας (όπως την επέβαλε το καθεστώς Ράκοσι). Ο Λούκατς κι ο Μπάλας επέστρεψαν κι  η αποσταλινοποίηση μετά τον θάνατο του Στάλιν όπως και τα ανοίγματα της κυβέρνησης Κάνταρ, συνέτειναν στη δημιουργία ενός ξεχωριστού σινεμά. 

Ένα σινεμά που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα στις διεθνείς συναντήσεις, στις Κάννες, στο Βερολίνο, στη Μόσχα, στο Λοκάρνο, στο Κάρλοβι Βάρι κι έφτασε στο ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Ένα σινεμά που συνεχίζει την μοναχική αλλά και μοναδική του πορεία ως τις μέρες μας, με τον Λάσλο Νέμες (γιο του Άντρας Γέλες, κινηματογραφιστή που επίσης συμμετέχει στο αφιέρωμα) να κερδίζει το ξενόγλωσσο Όσκαρ του 2016 για τον Γιο του Σαούλ.

Το ουγγρικό σινεμά, διανεμήθηκε (αν και κάπως τυχαία) στην Ελλάδα, ιδίως μετά την μεταπολίτευση, στις δυο αίθουσες τέχνης της εποχής και φιλοξενήθηκε συχνά στις σελίδες του «Σύγχρονου Κινηματογράφου». Από τα μέσα της δεκαετίας του 80 αραίωσαν οι ταινίες που έφθαναν μέχρι τη χώρα μας. Το αφιέρωμα Cine Magyar, επιχειρεί για πρώτη φορά να παρουσιάσει ένα απάνθισμα των κορυφαίων στιγμών της πρώτης μεγάλης περιόδου αυτής της κινηματογραφίας, όπως της αξίζει (στην μεγάλη οθόνη με αποκατεστημένες κόπιες). Το πρόγραμμα περιλαμβάνει 7 πανελλήνιες πρεμιέρες (ενώ κι οι ταινίες που είχαν κυκλοφορήσει παλιότερα προβάλλονται σε αποκατεστημένη HD μορφή για πρώτη φορά στην Ελλάδα). Υπάρχει επίσης μια παγκόσμια πρεμιέρα αποκατεστημένης κόπιας, το «Σίντμπαντ». Πριν από κάθε ταινία, θα υπάρξουν σύντομες παρουσιάσεις – εισαγωγές από ανθρώπους του σινεμά, των γραμμάτων και των τεχνών.

ΟΙ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το «Καρουζέλ» (1956) του Ζόλταν Φάμπρι, είναι η ταινία ορόσημο, που οριοθετεί τον απεγκλωβισμό του Μαγυάρικου σινεμά από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ενώ αποτελεί και το ντεμπούτο της Μάρι Τέρετσικ, εμβληματικής ηθοποιού που συνεχίζει ως σήμερα τη δημιουργική της πορεία. Το «Ρεύμα» (1964) του Ίστβαν Γκάαλ, είναι η «επίσημη» έναρξη του Ουγγρικού νέου Κύματος, μια ξεχωριστή ιμπρεσσιονιστική ματιά στην νεολαία των 60s και το πρώτο μεγάλο αριστούργημα του κορυφαίου οπερατέρ Σάντορ Σάρα. Ο Μίκλος Γιάντσο, με τους «Απελπισμένους» (1965), εισήγαγε το χορογραφημένο πλάνο σεκάνς, εστιάζοντας στην ψυχολογία εξουσιαστή και θύματος, πάντα στο θεματικό πλαίσιο της επανάστασης του 1948. Με τον «Πατέρα» (1966), ο Ίστβαν Σάμπο, λανσάρει το ονειρικό – συμβολικό ντεκουπάζ που χαρακτηρίζει τις ταινίες του ως το 80. Ο Άντρας Κόβατς, συμμετέχει με τις «Παγωμένες μέρες» (1966), μια σκοτεινή όσο και μοντέρνα ματιά πάνω σε ένα άγνωστο έγκλημα του ΒΠΠ, τη σφαγή του Νόβιζαντ. Οι «10.000 ήλιοι» (1967) του Φέρεντς Κόσα, είναι μια ελεγειακή όσο και επική σινεμασκοπική εμπειρία (άλλος ένας θρίαμβος του Σάντορ Σάρα) πάνω σε 30 χρόνια Ουγγρικής Ιστορίας. Ο Πέτερ Μπάτσο με τον «Μάρτυρα» (1994), παρουσιάζει μια καυστική ματιά στο καθεστώς Ράκοσι, με μια απολαυστική σάτιρα που απαγορεύτηκε ως το 1989. Η «Αγάπη» (1971) του Κάρολι Μακ, είναι το μεγάλο αριστούργημα του δημιουργού του, μια σκοτεινή μελέτη πάνω στην ψευδαίσθηση, με συγκλονιστικές ερμηνείες από την Μάρι Τέρετσικ και τη Λίλι Ντέρβας. Το τολμηρό «Σίντμπαντ» (1971) του Ζόλταν Χούσάρικ, αποτελεί ένα από τα κορυφαία αισθαντικά έγχρωμα φιλμ της παγκόσμιας κινηματογραφικής κληρονομιάς. Η Μάρτα Μέσαρος, με την «Υιοθεσία» (1975), έφερε μια ριζοσπαστική αντίληψη του σινεμά βεριτέ σχολιάζοντας τα κοινωνικά – ταξικά πλαίσια που εμποδίζουν την ανθρώπινη επιθυμία. Ο Άντρας Γέλες, πατέρας του Λάσλο Νέμες, ντεμπούταρε με το μινιμαλιστικό «Ο Μικρός Βαλεντίνος» (1979), μια πικρή αποδομημένη ματιά σε μια κοινωνία σε αποσύνθεση. Το «Ψυχή και Νάρκισσος» (1980), του Γκάμπορ Μπόντι, μια μεταμοντερνιστική, αβαν γκαρντ παραληρηματική ταινία – ποταμός (με τον Ούντο Κίερ), είναι το πρώτο μεγάλο μεταμοντέρνο έργο του σύγχρονου Ουγγρικού σινεμά. Το 1981, ήρθε ο θρίαμβος του Σάμπο με το «Μεφίστο» και το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Σαν Hungarian Grafitti χαρακτηρίστηκε το «Ο χρόνος σταματά» του Πέτερ Γκοτάρ, η επιτομή της μενταλιτέ της Ουγγρικής «μετά το 56» νεολαίας. Τέλος, η Ίλντικο Ένιεντι, ολοκληρώνει ταιριαστά το αφιέρωμα με τον «20ο μου αιώνα» (1989), ένα ονειρικό ταξίδι στις εξελίξεις του προηγούμενου αιώνα, στην γυναικεία σεξουαλικότητα, στο άδηλο μέλλον.

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ

Πέμπτη 3 Μαρτίου

Τελετή έναρξης

19.30 Κοκτέιλ

20.30 Προβολή «Ο 20ος μου αιώνας» 99΄

Παρουσία της σκηνοθέτιδας Ίλντικο Ένιεντι (Είσοδος μόνο με προσκλήσεις)

Παρασκευή 4 Μαρτίου

17.00 Ο 20ος μου αιώνας, Ίλντικο Ένιεντι 99΄

19.00 Αγάπη, Κάρολι Μακ 88΄

21.30 Μεφίστο, Ίστβαν Σάμπο 144΄

Σάββατο 5 Μαρτίου

18.00 Ο μάρτυς, Πέτερ Μπάτσο 104΄

20.00 Οι απελπισμένοι, Μίκλος Γιάντσο 87΄

22.00 Το Καρουζέλ, Ζόλταν Φάμπρι 90΄

Κυριακή 6 Μαρτίου

18.00 10.000 ήλιοι, Φέρεντς Κόσα 104΄

20.00 Σίντμπαντ, Ζόλταν Χουσάρικ 96΄

22.00 Το ρεύμα, Ίστβαν Γκάαλ 81΄

Δευτέρα 7 Μαρτίου

18.00 Παγωμένες μέρες, Άντρας Κόβατς 97΄

20.00 Ο πατέρας, Ίστβαν Σάμπο 86΄

22.00 Ο χρόνος σταματά, Πέτερ Γκοτάρ 96΄

Τρίτη 8 Μαρτίου

18.00 Το ρεύμα, Ίστβαν Γκάαλ 81΄

20.00 Υιοθεσία, Μάρτα Μέσαρος 83΄

22.00 Ο μικρός Βαλεντίνος, Άντρας Γέλες 102΄

Τετάρτη 9 Μαρτίου

18.30 Ψυχή και Νάρκισσος, Γκάμπορ Μπόντι, 261΄

(3 μέρη, 2 διαλλείματα)

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Οι ταινίες προβάλλονται με ελληνικούς υποτίτλους στην αίθουσα 1 της Ταινιοθήκης

Γενική είσοδος: 5 Ευρώ

Κάρτα για όλες τις προβολές (πλην πρεμιέρας): 45 Ευρώ

Κάρτα μειωμένη για όλες τις προβολές (πλην πρεμιέρας): 30 Ευρώ

Προπώληση από Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου, ώρες 18.00 – 23.00 στο ταμείο της Ταινιοθήκης της Ελλάδος, Ιερά Οδός 48, Στάση μετρό ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ, Γκάζι

Στοιχεία επικοινωνίας:

[email protected], [email protected]

www.cinemagyar.gr

 

ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ, 3 - 9 ΜΑΡΤΙΟΥ CINE MAGYAR from Carousel Films on Vimeo.