60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Οι πρώτες εντυπώσεις

 

Πολλές οι ταινίες και φέτος, δύσκολες οι επιλογές, sold out προβολές από το μεσημέρι και μια ταινία «σκάνδαλο» που έκανε τη μισή αίθουσα να αποχωρήσει διακριτικά από τα αρχικά κατάμεστο Ολύμπιον.

Το διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ ξεκίνησε με την εντυπωσιακή «Κατάποση» (Swallow) μια αμερικανογαλλική συμπαραγωγή που συνδυάζει το Indie Cinema με το σκοτεινό και μυστηριώδες art house στιλ σκηνοθετών όπως ο Φρανσουά Οζόν. Η ταινία, που αποτελεί ντεμπούτο μεγάλου μήκους του Αμερικανού Κάρλο Μιραμπέλα Ντέιβις, παρακολουθεί τη ζωή μιας νεαρής νιόπαντρης νοικοκυράς σε ενδιαφέρουσα (εξαιρετική η Χέιλι Μπένετ) καθώς ανακαλύπτει, ολομόναχη μέσα στην μεγαλοαστική πολυτέλεια του σπιτιού του επιχειρηματία συζύγου της, ότι είναι κυριευμένη από κάποια αλλόκοτη επιθυμία. Να καταβροχθίζει μη βρώσιμα αντικείμενα. Ο Ντέιβις παίρνει μια αληθινή και επικίνδυνη ιατρική περίπτωση (ονομάζεται αλλοτροφαγία) και δημιουργεί μια ειρωνική αλληγορία-θρίλερ για την πατριαρχική δομή της οικογένειας και τις ταξικές σχέσεις στις δυτικές κοινωνίες. Γοητευτικό φιλμ, όχι για όλους, ιδιαίτερα στις εμπνευσμένες και φορτισμένες σκηνές κατάποσης αντικειμένων από την πρωταγωνίστρια. 

 

Δύο αξιόλογες συμμετοχές στο τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια» ήταν το πρωτότυπο docudrama της Ιβάνα Μλαντένοβιτς «Ιβάνα η Τρομερή»(Ivana cea Groaznică) και η νέα ταινία του Κροάτη δημιουργού Βίνκο Μπρέσαν «Μα τι χώρα» (Koja je ovo država!).

Στην ταινία της Μλαντένοβιτς παρακολουθούμε μια απόλυτα ειλικρινή και άβολη δραματοποίηση ενός επεισοδίου στη ζωή της Σέρβας δημιουργού που κάνει καριέρα στη Ρουμανία. Η Ιβάνα επιστρέφει στο Κλάντοβο, την ιδιαίτερη πατρίδα της, μια Σερβική κωμόπολη στις όχθες του Δούναβη απέναντι από τη Ρουμανία, για ένα τοπικό φεστιβάλ. Εκεί θα βγουν στη φόρα οικογενειακά και προσωπικά μυστικά, προβλήματα υγείας και ιδιαίτερες σχέσεις της ηρωίδας, θα παρελάσει όλο το σόι, φίλοι και γνωστοί, θα γελάσουμε, θα αντιδράσουμε, θα αγχωθούμε και τελικά θα περάσουμε τέλεια με αυτό το σινεφίλ reality προσωπικής εξομολόγησης που δεν παραλείπει να κάνει καυστικές αναφορές στο πρόσφατο Βαλκανικό παρελθόν.

Στην 6η ταινία του Βίνκο Μπρέσαν, του δημοφιλέστερου σκηνοθέτη του Κροάτικου σινεμά, ένα εξαίρετο καστ με επικεφαλής τον Λαζάρ Ριστόφσκι μας παρασύρει σε μια ξέφρενη κοινωνικοπολιτική σάτιρα ανάμεσα στον εφιάλτη του παραλόγου και το παράλογο της καθημερινότητας, όταν ένα μυστηριώδες κουαρτέτο κλέβει τα λείψανα του Προέδρου Τούτζμαν, του «πατέρα» του Κροατικού έθνους. Μια ταινία που παρότι δεν έχει ιερό και όσιο, καταφέρνει να κρατήσει και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο, με το φοβερό της χιούμορ και τη σκηνοθετική μαεστρία του Μπρέσαν. Τελικά, παρά τις εκατοντάδες ταινίες που προβάλλονται στο εγχώριο εμπορικό κύκλωμα κάθε χρόνο, συνεχίζουμε να αγνοούμε τους γείτονές μας. Κι όποιος νομίζει ότι δεν μοιάζουμε δεν έχει παρά να τσεκάρει αυτά τα δύο απολαυστικά φιλμ.

Ανεβαίνοντας λίγο πιο πάνω στο χάρτη βρίσκουμε το ιδιαίτερα ενδιαφέρον Nobadi που εξελίσσεται κάπου στη Βιέννη. Ένας υπερήλικας και μοναχικός Αυστριακός θέλει να θάψει το σκύλο του που πέθανε και προσλαμβάνει από το δρόμο έναν νεαρό Αφγανό τον Αντίμπ. Ο Αντίμπ που στο Αφγανιστάν δούλευε σε στρατόπεδο του ΝΑΤΟ που έκλεισε, δεν έχει χαρτιά, κρύβεται για να μην τον απελάσουν και κουτσαίνει. Η ταυτότητα του είναι γραμμένη στο μπράτσο του με τατουάζ. Nobadi. Κανένας. Ο ηλικιωμένος μοιάζει να έχει εμπειρία, παρελθόν και στρατιωτική πειθαρχία. Η αναγκαστική συνεργασία τους θα καταλήξει σε σύγκρουση (φυσικά) που θα μετατραπεί σε συνύπαρξη λίγο πριν η πλοκή εκτροχιαστεί αναπάντεχα προς υπέροχα ανατρεπτικές κατευθύνσεις που δεν θα μπορούσαμε καν να φανταστούμε στην αρχή. Αυτή η 3η σκηνοθετική δουλειά του Αυστριακού ηθοποιού Καρλ Μάρκοβιτς είναι μια ευχάριστη έκπληξη που δείχνει ότι, μετά το περσινό Joy που η Αυστρία υποβάλλει φέτος για το ξενόγλωσσο Oscar, κάτι επιτέλους κινείται κινηματογραφικά στις όχθες του Δούναβη πέρα από τα βαλς του Στράους.

 

Δεν θα μπορούσε να λείπει και το φιλμ «σκάνδαλο» από ένα Φεστιβάλ που σέβεται τον εαυτό του και το ρόλο ανέλαβε φέτος η τελευταία ταινία του ιδιαίτερου Auteur Άλμπερτ Σέρα με τίτλο Liberté. Το Φεστιβάλ φέτος περιλαμβάνει ένα πλήρες αφιέρωμα στον άγνωστο στην Ελλάδα 44χρονο Καταλανό δημιουργό του οποίου η παραπάνω ταινία τιμήθηκε με το Βραβείο Ειδικής Επιτροπής στο Τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» του Φεστιβάλ Καννών 2019.

Παραθέτουμε την υπόθεση: 1774, δεκαπέντε χρόνια πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Μια ομάδα λιμπερτίνων, που έχουν εκδιωχθεί από το παλάτι του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄, αναζητούν καταφύγιο στον δούκα του Βάλχεν, γνωστό για τις φιλελεύθερες και προοδευτικές απόψεις του. Όμως, την εποχή εκείνη, η Γερμανία είναι μια χώρα βυθισμένη στην πουριτανική υποκρισία και τα συντηρητικά ήθη, όπου ο σπόρος του ελευθερισμού είναι αδύνατον να ανθίσει. Ένα γκροτέσκο, προκλητικό και φιλήδονο ταμπλό βιβάν της παρηκμασμένης Παλαιάς Ευρώπης, η οποία αντιστέκεται σθεναρά στην πνευματική, ηθική και σεξουαλική απελευθέρωση…Θα συμπληρώσουμε: ένα βαρετό, αργόσυρτο, αισθητικά παρωχημένο και υποθετικά τολμηρό φιλμ όπου για πάνω από 2 ώρες παρακολουθούμε ευγενείς χωμένους σε ένα δάσος να συνδυάζονται σε λογιών-λογιών όργια, φιλοσοφικά και σωματικά και όλο αυτό να καταλήγει σε μια υποτιθέμενη κορύφωση σαδομαζοχισμού συγγενούς με τη λογοτεχνία του Μαρκησίου Ντε Σαντ η οποία θεωρητικά παρουσιάζει το κίνημα των Libertines.  Η πλειοψηφία του κοινού στο αρχικά κατάμεστο Ολύμπιον αποχώρησε πριν τη λήξη του φιλμ, ανταποδίδοντας  στην πράξη τον ειρωνικό πρόλογο του (παρόντα) σκηνοθέτη «για να δω αν θα χειροκροτήσετε στο τέλος». Και όχι, δεν μείναμε για το Q&A… 

Στις παράλληλες εκδηλώσεις να σημειώσουμε τα εγκαίνια των εκθέσεων για τον Εικαστικό Νίκο Κούνδουρο αλλά και για το Overview Effect, μότο που χαρακτηρίζει τις ταινίες του φετινού διεθνούς διαγωνιστικού τμήματος αλλά και τη συνέντευξη τύπου της Αγγλίδας δημιουργού Τζοάνα Χογκ, στο άγνωστο στη χώρα μας έργο της οποίας κάνει αφιέρωμα το Φεστιβάλ.

Το Φεστιβάλ συνεχίζεται ακάθεκτο σε μια Θεσσαλονίκη υγρή και μουντή, σαν από ταινία του Αγγελόπουλου, αλλά πάντα ολοζώντανη, ερωτική και γοητευτική.