Ο Γιώργος Βούλγαρης και ο Γιάννης Μακρυνόρης ζητούν από το κοινό να τους ακούσει (αν αντέχει).

Με την ευκαιρία της παράστασης «’Ακουσέ με, αντέχεις;» που ανεβαίνει στο θέατρο Μελίνα Μερκούρη της Γλυφάδας στις 2 Ιουνίου (περισσότερα εδώ), συναντήσαμε τους δημιουργούς της, τον καταξιωμένο ηθοποιό Γιώργο Βούλγαρη και τον πρωτοεμφανιζόμενο στα θεατρικά πράγματα κινηματογραφιστή Γιάννη Μακρυνόρη για να μας πουν λίγα λόγια για το έργο, τα σχέδια τους και γενικότερα τις απόψεις τους για την κατάσταση των πραγμάτων.

«Άκουσε με, αντέχεις;» Ο τίτλος του θεατρικού σας έργου περικλείει ένα ερώτημα, μήπως όμως κατά κάποιο τρόπο υπονοεί ότι γνωρίζετε και την απάντηση;

Γιάννης: Ίσως και να την γνωρίζουμε ίσως και όχι, ουσιαστικά πάντως κάνουμε την ερώτηση στο κοινό αν έχει το σθένος να ακούσει από εμάς αυτό που γνωρίσαμε με τα ίδια μας τα μάτια.

Γιώργος: Ο τίτλος περικλείει και την απάντηση, αντέχεις να ακούσεις αυτό που συμβαίνει και πόσο μάλλον από τα στόματα παιδιών; Ο λόγος του έργου είναι ωμός και απευθύνεται στην ευαισθητοποίηση του συναισθήματος, στο ταρακούνημα της συνείδησης.

Το προσφυγικό πρόβλημα κατακλύζει καθημερινά τα media τα τελευταία χρόνια. Ποιο ήταν το δικό σας τελικό ερέθισμα για το γράψιμο του έργου;

Γιώργος: Να ευαισθητοποιήσουμε τον κόσμο, να ακούσει από πρώτο χέρι τις ιστορίες αυτών των παιδιών, μακριά από την στρογγυλεμένη  παρουσίαση των Media.

Γιάννης: Θέλαμε ίσως και να σοκάρουμε λίγο το κοινό με την αμεσότητα του λόγου που χρησιμοποιήσαμε.

Πόσο επηρεάζονται σήμερα έννοιες όπως η αλληλεγγύη από την παγκόσμια κρίση και την τρομοκρατία; Βρίσκετε κάποιο σύνδεσμο;

Γιώργος: Σαφέστατα υπάρχει η παροιμία που λέει «μαζί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» όμως δεν είναι όλοι οι πρόσφυγες τρομοκράτες και εγκληματίες. Η πλειοψηφία τους είναι άνθρωποι που θέλησαν να ξεφύγουν από τη μοίρα του πολέμου και να ζήσουν μια ζωή ειρηνική, να ονειρευτούν ξανά ένα μέλλον. Οφείλουμε να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους πρώτα από όλα ως άνθρωποι, μακριά από σκοπιμότητες και πολιτική. Αυτό που συνέβη σ αυτούς μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σε εμάς και στον οποιοδήποτε πλέον. Τρομοκρατία, πόλεμοι μας περικυκλώνουν συνεχώς. Και η βοήθεια μας δεν είναι απαραίτητο να είναι υλική, χρηματική, ένας καλός λόγος, μια ένδειξη συμπαράστασης και ανθρωπιάς επίσης βοηθούν. Μας έχει προικίσει ο Θεός με τόσο ψυχικό πλούτο, αυτόν τον πλούτο ζητάμε να βγάλει ο καθένας από μέσα του. Αυτή την αλλαγή στον τρόπο θεώρησης των πραγμάτων.

Γιάννης: Πάνω από όλα είμαστε άνθρωποι και, πέρα από τις ανασφάλειες που έχουμε σε μια χώρα καταρρακωμένη από την κρίση και τις φοβίες και την καχυποψία, σαν άνθρωποι πρέπει να φερθούμε. Αν είχα τη δύναμη θα ήθελα μ αυτό το έργο να πλημμυρίσω με ανθρωπιά τις ψυχές των θεατών.

‘Ενας καταξιωμένος άνθρωπος του θεάτρου και ένας νέος άνθρωπος του κινηματογράφου: Πως γνωριστήκατε και αποφασίσατε να συνεργαστείτε;

Γιώργος: Ο Γιάννης κάνει ταινίες μικρού μήκους και μια μέρα πέτυχα στο internet μια ταινία του το Post-It που με εντυπωσίασε φοβερά με την ατμόσφαιρα, την τεχνική  και το στιλ της. Ο Γιάννης κάνει χειροποίητες ταινίες μόνος του, γράφει, σκηνοθετεί, μοντάρει και μου άρεσε πολύ ο τρόπος που απέδωσε οπτικά το θέμα του, η γραφή του. Μου θύμισε κάτι από τον αγαπημένο μου σκηνοθέτη τον Μάικλ Μαν! 25 χρόνια στο χώρο, μπορώ νομίζω να διακρίνω το ταλέντο και την ιδιαίτερη ματιά, έψαξα και τον βρήκα, τον πήρα τηλέφωνο, συστήθηκα και πρότεινα να συζητήσουμε κάποια μελλοντική συνεργασία. Μου αρέσει να δουλεύω με νέους ανθρώπους γιατί έχουν αυθορμητισμό και όραμα που έχει λείψει πλέον από τους φτασμένους του χώρου. Πρέπει λοιπόν να δώσουμε εμείς οι παλιότεροι ένα βήμα στους νέους ανθρώπους με όραμα, μια ώθηση για να σταθούν και να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Έτσι λοιπόν γνωριστήκαμε, είδαμε ότι έχουμε και κοινές κινηματογραφικές αναφορές όπως οι ταινίες τρόμου και τα θρίλερ, γίναμε φίλοι και του είπα ότι όποτε θα έχει κάτι στα σκαριά είμαι στη διάθεσή του να το πραγματοποιήσουμε.

Γιάννης: Και μένα με τιμά πολύ ότι ένας καλλιτέχνης με πείρα 25 ετών εκτίμησε τη δουλειά μου και μου ζήτησε να κάνουμε πράγματα μαζί. Έτσι όταν έκανα την έρευνα για το «’Ακουσέ με, αντέχεις;» ο Γιώργος στάθηκε δίπλα μου, με βοήθησε να οργανώσουμε το υλικό και να κάνω τη θεατροποίησή του.

Γιάννη εσύ σαν κινηματογραφιστής,  πόση κινηματογραφική αισθητική έχεις βάλει στο έργο;

Γιάννης: Αν το μετρήσουμε ποσοτικά το μείγμα θεατρικής πρόζας και κινηματογραφικής οπτικής πιστεύω ότι κατάφερα να είναι 50-50. Η θεατρική πρόζα έχει τη δική της δύναμη, πόσο μάλλον όταν εκφέρεται από παιδιά, οι εικόνες όμως που την πλαισιώνουν την ενισχύουν ακόμη περισσότερο. Κάτι σαν μουσική επένδυση ταινίας.

Γιώργος: Οι εικόνες που συνοδεύουν το λόγο είναι σκληρές, επίτηδες τις επιλέξαμε έτσι ώστε να σπρώξουμε τη συναισθηματική αντίδραση του θεατή να εκδηλωθεί πιο έντονα. Εγώ έκανα τη θεατρική διδασκαλία των παιδιών και ο Γιάννης τα video που θα συνοδεύουν το λόγο. Θεωρώ ότι η διδασκαλία παιδιών, έστω και με κάποια θεατρική πείρα, ήταν από τα δυσκολότερα project που ανέλαβα και με βοήθησε και ο Γιάννης σ αυτό αν και γενικά σεβόμασταν ό ένας τα όρια του άλλου στα πλαίσια της παράστασης.

Τι δυσκολίες γενικότερα συναντήσατε στην προετοιμασία;

Γιώργος: Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν η καταγραφή των εμπειριών των προσφυγόπουλων και μετά η θεατρική τους προσαρμογή, ένα έργο που ανέλαβε και ολοκλήρωσε ο Γιάννης. Άλλο πράγμα είναι να πάρεις μια συνέντευξη ενός ανθρώπου κι άλλο αυτή να μετατραπεί σε ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αυτό που κάναμε μοιάζει σαν χορικό αρχαίας τραγωδίας με παιδιά που συνθέτουν τις ιστορίες τους. Δύσκολη ήταν επίσης η προσαρμογή σημερινών δικών μας παιδιών, με άλλα ερεθίσματα και ενδιαφέροντα, ώστε να μπουν στη θέση των προσφυγόπουλων και του δικού τους κόσμου. Ελπίζω ότι το πετύχαμε σεβόμενοι τον παιδικό ψυχισμό τους αλλά και το περιορισμένο τους πρόγραμμα λόγω σχολικών και μη υποχρεώσεων που αυτή την περίοδο είναι πιο έντονες.

Γιάννης: Πράγματι, όλα τα παιδιά είναι πάνω στη σκηνή από την αρχή ως το τέλος του έργου και η ιστορία του ενός «μπαίνει» στην ιστορία του άλλου. Δύσκολο ήταν επίσης το εγχείρημα της σύνθεσης του οπτικού υλικού που θα συνοδεύει τη διήγηση και ελπίζω ότι τα έχω καταφέρει. 

Με δεδομένη την συνεχιζόμενη κρίση που φέτος «χτύπησε» και τον κλάδο του Θεάτρου, θεωρείτε ικανοποιητική την ανταπόκριση του κοινού στην πλούσια προσφορά θεάματος, είτε σινεμά είναι αυτό είτε μουσική είτε θέατρο;

Γιώργος: Ωραία ερώτηση ! Αν επικεντρωθούμε στον κινηματογραφικό χώρο, εσύ ως κριτικός κινηματογράφου βλέπεις όλες τις ταινίες και διακρίνεις ποιες έχουν τις δυνατότητες να πάνε πολύ καλά εμπορικά. Γιατί όμως δεν πάνε; Επειδή δεν είναι καλές; Όχι βέβαια, αλλά επειδή το εισιτήριο με τις παρούσες συνθήκες είναι ακριβό. Ακόμη και αυτά τα 7 ευρώ ο πολύς κόσμος δυσκολεύεται να τα δώσει. Θα πρότεινα στους ιθύνοντες να κάνουν προσφορές τουλάχιστον τις καθημερινές για να προσελκύσουν ξανά το κοινό. Εξάλλου το κοινό δεν είναι ηλίθιο όπως θέλουν πολλοί να πιστεύουν, έχει κριτήριο και διακρίνει την ποιότητα

Γιάννης: Το σινεμά ήταν και είναι ο μεγάλος μας έρωτας και τίποτα δεν υποκαθιστά τη μαγεία της αίθουσας και της μεγάλης οθόνης. Για αυτό και στην παράσταση σκεφτήκαμε να προσθέσουμε λίγη από τη μαγεία του, με τις εικόνες που θα την περιβάλλουν.

Γιώργος: Το θέατρο, που και αυτό αντιμετωπίζει την κρίση του στην Ελλάδα, είναι πιο άμεσο, πιο ρεαλιστικό για τον θεατή και για αυτό έχει το φανατικό κοινό του αλλά στερείται τη μαγεία που έχει ο κινηματογράφος.

Γιάννης: Σε μια χώρα με τόσα πολλά θέατρα σε σχέση με τον πληθυσμό της αλλά και τόσες πολλές νέες ταινίες που προβάλλονται είναι λογικό η ζήτηση να μην φθάνει την προσφορά.

Γιώργος: Θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι, θιασάρχες, παραγωγοί, διανομείς, εταιρείες, να το δουν σοβαρότερα το θέμα και να το μαζέψουν λίγο. Μικρή χώρα είμαστε με άπειρα προβλήματα, όχι κάποια μεγάλη και πλούσια αγορά.

Γιώργο που αισθάνεσαι καλύτερα; όταν βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή ή πίσω από τις κουίντες όπως τώρα;

Σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη. Το κάνω επειδή πολύ απλά αισθάνθηκα ότι έπρεπε να το κάνω τη συγκεκριμένη στιγμή, γιατί το concept του Γιάννη με ενθουσίασε και γιατί θεωρώ ότι έχω την ικανότητα να διδάξω τους ερμηνευτές ώστε να αποδώσουν σωστά αυτό που ζητάω να βγάλω σαν θέαμα. Μου αρέσει ο κινηματογράφος και το θέατρο σαν ηθοποιός, μου αρέσει η αίσθηση να είμαι πάνω στη σκηνή και να επηρεάζω με την ερμηνεία μου το συναίσθημα που θα βγάλει το κοινό στην πλατεία, μου δίνει δύναμη. Τη σκηνοθεσία μπορώ να την χειριστώ αλλά δεν θα την επιδιώξω, είμαι πάνω από όλα ηθοποιός.

Γιώργο, με δεδομένη την τηλεοπτική σου εμπειρία, τι βασικές διαφορές υπάρχουν στον τρόπο δουλειάς ενός ηθοποιού ανάμεσα στο θέατρο και την τηλεόραση;

Αγαπώ πολύ το θέατρο. Πάνω στο σανίδι είσαι γυμνός απέναντι στο κοινό, πρέπει να έχεις επίγνωση του τι κάνεις και να ελέγχεις κάθε εκφραστικό σου μέσο. Δίνεις συναίσθημα για να πάρεις συναίσθημα. Κάτι που δεν συμβαίνει στην τηλεόραση. Η τηλεόραση είναι ένα μέσο μαγικό με πολλές δυνατότητες αλλά το αποτέλεσμα της δουλειάς δεν έχει την αμεσότητα του θεάτρου, είναι κατασκευασμένο, φέρει την επέμβαση της ματιάς του σκηνοθέτη. Την αγαπώ όμως και αυτή.

Γιώργο, υπάρχει κάτι νεώτερο σχετικά με το Tisis, την ταινία που πρωταγωνιστείς και είναι έτοιμη από καιρό;

Η αλήθεια είναι ότι η ταινία ήταν έτοιμη από καιρό αλλά η εταιρεία διανομής και ο σκηνοθέτης αποφάσισαν να την περάσουν ξανά από τη διαδικασία του Post production  για να εμπλουτισθεί ακόμη περισσότερο οπτικά. Θα ήταν κρίμα μια τέτοια ταινία που αφορά το πλατύ κοινό να μην έχει το μέγιστο δυνατό τεχνικό αποτέλεσμα. Η ταινία αρχικά γυρίστηκε σε άσπρο, μαύρο και μπλε. Τώρα προστίθενται σκηνές και εμπλουτίζεται με εφέ και χρώμα έτσι ώστε να έχει την καλύτερη δυνατή προβολή και ανταπόκριση. Από τη νέα σεζόν, μετά τον Σεπτέμβρη, θα είναι έτοιμη για προβολή στις αίθουσες.

Σχεδιάζετε να κάνετε κάποια μίνι περιοδεία με την παράσταση ή έστω να την επαναλάβετε με τη νέα σεζόν;

Γιάννης: Δεν το έχουμε σκεφτεί προς το παρόν ούτε υπάρχουν κάποια σχέδια για περιοδεία, πέρα από τις τρέχουσες παραστάσεις του Ιουνίου. Θέλουμε καταρχήν να περάσουμε το μήνυμα, να δούμε και την ανταπόκριση του κοινού και να αξιολογήσουμε την κατάσταση ξανά με ηρεμία.

Γιώργος: Θα θέλαμε να την επαναλάβουμε πάντως γιατί είναι κρίμα να μην τη δει περισσότερος κόσμος. Ενδεχομένως, με διαφορετικό καστ, να την επαναλάβουμε στη νέα θεατρική σεζόν, μετά το καλοκαίρι.

Υπάρχει κάποια αγαπημένη ασχολία που σας χαλαρώνει;

Γιάννης και Γιώργος: Ναιιι !!! Οι ταινίες μυστηρίου και τρόμου! Κλασσικές και καινούργιες. Από Αγκάθα Κρίστι και Χίτσκοκ μέχρι Τζον Κάρπεντερ και σπλάτερ. Όσο πιο σπλάτερ τόσο πιο πολύ καφρίζουμε τη δράση και διασκεδάζουμε. Αλλά μη φοβάστε. Είμαστε δύο απλοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας. Μας αρέσει και στους δυο το άραγμα, τα video games  αλλά να πηγαίνουμε και κινηματογράφο γιατί η μαγεία του είναι αναντικατάστατη. 

Πως βλέπετε στο μέλλον τη συνεργασία σας; Έχετε κοινά κινηματογραφικά ή θεατρικά σχέδια;

Γιώργος: Ναι πιστεύω στη μελλοντική συνεργασία μας γιατί έχουμε βρει πολλά κοινά καλλιτεχνικά στοιχεία και θα συνεχίσουμε να τα εξερευνούμε. Εξάλλου εγώ είμαι μέσα στα νεύρα και την ένταση ενώ ο Γιάννης είναι ένα τσουνάμι ηρεμίας και ο ένας συμπληρώνει τον άλλο. Μου αρέσει να συνεργάζομαι με τέτοιους νέους ανθρώπους, όπως ο Γιάννης αλλά και ο Γιώργος Ευαγγελόπουλος ο σκηνοθέτης του Tisis με τον οποίο επίσης θα συνεχιστεί η συνεργασία μας.

Στην πορεία έχουμε κάποια σχέδια με το Γιάννη εκ των οποίων το ένα μπορούμε να το ανακοινώσουμε.

Γιάννης: Ναι, ετοιμάζουμε μια θεατρική παράσταση σε μορφή μονόλογου, βασισμένη στην ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Ματούλα « Τούτο εστί το σώμα μου». Είναι η προσωπική της ιστορία σε ποιητική μορφή και η ανάγνωσή του μας συντάραξε. Αυτή τη στιγμή το επεξεργάζομαι για να πάρει τη μορφή μονολόγου. Έχουμε ήδη σκεφτεί σε ποια ηθοποιό να τον προτείνουμε και εφόσον όλα πάνε καλά να ανέβει σε κεντρική σκηνή από τη νέα σεζόν.  

Πως βλέπετε γενικότερα το μέλλον; Με φόβο; Με ελπίδα;

Γιάννης: Θέλω να πιστεύω στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, πάρα το φόβο που σήμερα τυλίγει όλες τις πτυχές της ζωής μας. Χωρίς την ελπίδα δεν βλέπω να μπορούμε να προχωρήσουμε στο μέλλον.

Γιώργος: Εδώ θα διαφοροποιηθώ από το Γιάννη. Εγώ δεν είμαι τόσο αισιόδοξος, βλέπω ότι τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο και νομίζω ότι φταίει το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι ως μονάδες δεν έχουμε αλλάξει μέσα μας. Τίποτα δεν θα αλλάξει προς το καλύτερο αν δεν διαφοροποιηθούμε εμείς οι ίδιοι εσωτερικά, χωρίς να περιμένουμε βυθισμένοι στην ασφάλεια του καναπέ μας, να μεταμορφωθούν τα πράγματα με ένα μαγικό τρόπο. Κάνουμε επανάσταση εκ του ασφαλούς μέσω facebook αλλά αυτό δεν μου λέει τίποτα. Ελπίδα θα υπάρξει μόνο όταν ο καθένας μας στραφεί μέσα του και δουλέψει τον εσωτερικό του κόσμο. Αλλιώς θα πηγαίνουμε από το κακό στο χειρότερο, σε κάθε τομέα, είτε κοινωνία, είτε τέχνη, είτε πολιτική. 

Η συζήτησή μας και η φωτογράφηση έγιναν στο καφέ ΠΑΤΑΡΙ στο Κουκάκι.

Ολυμπίου 13 και Δημητρακοπούλου, τηλ.2155402767.

Κείμενο-Φωτογραφίες: Τάσος Ντερτιλής.