23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας: Γκραν Φινάλε !

 

Τώρα που το Φεστιβάλ ολοκληρώθηκε, δόθηκαν τα Βραβεία (βλέπε εδώ ) και τέλειωσαν τα πάρτι και οι προβολές, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι παρακολουθήσαμε ένα 23ο Φεστιβάλ κατά γενική ομολογία καλύτερο από το περσινό, με ανεβασμένους ρυθμούς, δυνατές συμμετοχές και απανωτές sold out προβολές. Ας ρίξουμε μια τελευταία ματιά πριν το αποχαιρετίσουμε για φέτος.  

Δύο γυναικείοι θρύλοι της μουσικής, καθεμιά στο είδος της και με τον δικό της τρόπο, είχαν την τιμητική  τους το τελευταίο τριήμερο. Η λατρεμένη της υφηλίου Γουίτνι Χιούστον και η απόλυτη μούσα της αβανγκάρντ Νίκο-και οι δύο πρόωρα χαμένες, η πρώτη με ένα συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ και η δεύτερη με μια fiction βιογραφία των τελευταίων της χρόνων.

Πρώτα το νέο ντοκιμαντέρ του Νικ Μπρούμφιλντ Whitney: Can I Be Me?. Ο μεγάλος Βρετανός ντοκιμαντερίστας στήνει μια οξυδερκή έρευνα γύρω από τη ζωή και τις συνθήκες που οδήγησαν σε πρόωρο θάνατο τη Γουίτνι Χιούστον με αφετηρία το αχρησιμοποίητο μέχρι τώρα υλικό που γύρισε το 1999 ο Αυστριακός σκηνοθέτης μουσικών ντοκιμαντέρ Ρούντι Ντόλεζαλ από την Περιοδεία της μεγάλης Pop star και κατάληξη την ενίοτε συγκλονιστική αποκάλυψη του παρασκήνιου πίσω από τη ζωή μιας καλλιτεχνικής «μηχανής παραγωγής δολαρίων». Άγνωστες στο πλατύ κοινό πτυχές της προσωπικής ζωής της τραγουδίστριας, τα κίνητρα και οι φόβοι που την ώθησαν να ακολουθήσει μια ζωή με προδιαγεγραμμένη τραγική κατάληξη, οι ταραγμένες οικογενειακές σχέσεις της, όλα συντίθεται σε ένα ντοκουμέντο-δριμύ κατηγορώ κατά της υποκρισίας και της απληστίας που συχνά συνοδεύουν το American dream. Μια μεγάλη καλλιτέχνιδα με θεόσταλτο δώρο μια φωνή που μπορούσε να μαγέψει εκατομμύρια ανθρώπους αλλά δεν μπορούσε να διαχειριστεί την απόρριψη και την πίεση και δεν είχε δίπλα της κάποιον να την «τραβήξει» όταν φάνηκε ότι πλησιάζει το τραγικό τέλος. 

Πέρα από τα μουσικά ντοκιμαντέρ εντός και εκτός συναγωνισμού, το Φεστιβάλ μας επιφύλαξε φέτος και την ολοκαίνουργια βιογραφία της Νίκο, της θρυλικής Γερμανίδας μούσας του Άντι Γουόρχολ και τραγουδίστριας των Velvet Underground. Φρεσκοβραβευμένο στο τμήμα Ορίζοντες του Φεστιβάλ Βενετίας, το φιλμ της Σουζάνα Νικιαρέλι Nico, 1988 καταπιάνεται με τα τελευταία χρόνια της μεγάλης εναλλακτικής ροκ σταρ, τα χρόνια της εξάρτησης και της παρακμής που την οδήγησαν στο περιθώριο-μακριά από τη θέση που της άξιζε στο ροκ πάνθεον-και τελικά σε ένα τυχαίο θάνατο κατά τη διάρκεια των διακοπών της στην Ίμπιζα το καλοκαίρι του 1988. Το δύσκολο ερμηνευτικό καθήκον ανέλαβε η διασημότερη σήμερα Σκανδιναβή σταρ, η Δανέζα Τρίνε Ντίρνχολμ του Κοινόβιου, που τσαλάκωσε την ομορφιά της για το ρόλο και μάλιστα τραγουδάει η ίδια τα ιδιόρρυθμα τραγούδια της Νίκο (ή Κρίστα Πάφγκεν όπως ήταν το αληθινό της όνομα με το οποίο ήθελε να τη φωνάζουν). Ιδιαίτερα συγκινητικό για όσους έζησαν τα ροκ 80s, το φιλμ θα μπορούσε να είναι πιο σφιχτοδεμένο αλλά το σώζει η δαιμονική ερμηνεία της Ντίρνχολμ που, παρά το ότι δεν μοιάζει φυσιογνωμικά καθόλου στην Νίκο, καταφέρνει να συλλάβει την ουσία της, την ψυχή μιας γυναίκας που μεγάλωσε στις στάχτες του πολέμου, περιπλανήθηκε σε όλο τον κόσμο και έγινε σύμβολο μιας εποχής αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να αναζητά, όπως έλεγε η ίδια, τον «ήχο της ήττας»… 

 

Σε άλλη αίθουσα και ειδικότερα στο αγαπημένο τμήμα του κοινού του Φεστιβάλ «Μετά τα μεσάνυχτα» προβλήθηκε και μια ολοκαίνουργια Κορεάτικη παραγωγή σε σκηνοθεσία του Τσουνγκ Μπιουνγκ-Γκιλ. Η Γεννημένη Δολοφόνος (Ak-Nyeo) διηγείται την ιστορία μιας εκτελέστριας των  μυστικών υπηρεσιών που, ενώ είναι έτοιμη να αλλάξει ζωή, αναγκάζεται να αντιμετωπίσει τα φαντάσματα από το φονικό της παρελθόν και να κλείσει του λογαριασμούς της με τον μυστηριώδη δολοφόνο που της κατέστρεψε τη ζωή όταν ήταν μικρή. Μια λέξη περιγράφει αυτή την επίδειξη σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας: Σφαγείο! Η ταινία ξεκινάει με ένα ατελείωτο υποκειμενικό μονοπλάνο που βάζει το θεατή στη θέση της ηρωίδας καθώς σφάζει (κυριολεκτικά) ορδές δεκάδων αναλώσιμων γκάνγκστερ ενώ το body count συνεχίζει να αυξάνεται σε όλη τη δίωρη διάρκεια της ταινίας με πολλούς και ευφάνταστους τρόπους. Συναρπαστικό, ξέφρενο αλλά και κατά διαστήματα σεναριακά δυσνόητο, είναι ένα τυπικό δείγμα ανατολίτικης σινεφίλ αγριότητας. Cult! 

 

Παραμένοντας στην Ανατολή, δεν έχουμε παρά καλά λόγια για το Pop Eye από την Ταϊλάνδη, την ανορθόδοξη ιστορία ενός μεσήλικα αρχιτέκτονα που προσπαθεί να συνοδεύσει πίσω στην επαρχία έναν ελέφαντα τσίρκου που αγόρασε από τη Μπανγκόκ και ο οποίος ανήκε στον ηλικιωμένο του θείο που ζει ακόμη στο χωριό. Ένα ιδιόρρυθμο αλλά σοφό road movie από την Κίρστεν Ταν, ράθυμο στην εξέλιξή του σαν το βήμα του ελέφαντα αλλά γεμάτο συναντήσεις με εκκεντρικούς χαρακτήρες που δίνουν στον ήρωα αλλά και στο θεατή μαθήματα ζωής. Απολαυστικό. 

 

Μιλώντας για ανορθόδοξα να πούμε ότι η απόλυτη Ευρωπαία ντίβα Ιζαμπέλ Ιπέρ έδωσε και πάλι ρεσιτάλ ερμηνείας ως Κυρία Χάιντ σε μια χιουμοριστική διασκευή από τον Σερζ Μποζόν της κλασικής ιστορίας, όπου ο Δόκτωρ Τζέκιλ μετατρέπεται σε Μαντάμ Τζεκίλ, μια καθηγήτρια Λυκείου που αποκτά μια δεύτερη υπερφυσική προσωπικότητα όταν την χτυπά κεραυνός. Κάπως αλλοπρόσαλλο και ακατάταχτο φιλμ, αποζημιώνει με τις χιουμοριστικές στιγμές του και τις ερμηνείες της Ιπέρ και του Ρομέν Ντουρίς στο ρόλο ενός γκροτέσκου λυκειάρχη.  

 

Το τελευταίο sold out του Φεστιβάλ ήταν η νέα ταινία του Λούκα Γκουαντανίνο (Io sono l’amore) με τίτλο «Να με φωνάζεις με το όνομά σου», από σενάριο του αειθαλή θρύλου των ταινιών εποχής Τζέιμς Άιβορι. Κατά γενική ομολογία ένα φιλμικό κομψοτέχνημα για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα που θα βρίσκεται σίγουρα στην επερχόμενη Οσκαρική κούρσα και θα προβληθεί σύντομα στις αίθουσες από την Feelgood.

 

Και τι καλύτερο φινάλε για ένα Φεστιβάλ από μια εξαιρετική ανακάλυψη! Στα πλαίσια του φετινού Spotlight το οποίο φέτος έλαμψε πάνω στον Ρομπέν Καμπιγιό, είχαμε επιτέλους την ευκαιρία να δούμε για πρώτη φορά σε μεγάλη οθόνη την πρώτη του σκηνοθετική δουλειά το Les Revenants του 2004. Η πιο ιδιαίτερη zombie ταινία όλων των εποχών, ένα αριστουργηματικό θρίλερ (κατά το ήμισυ τουλάχιστον) που ενέπνευσε μια επίσης θρυλική ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, μας μεταφέρει σε μια μικρή Γαλλική πόλη όπου οι νεκροί βγαίνουν από τους τάφους και επιστρέφουν στη ζωή, ακμαίοι και άθικτοι σαν να ήταν ζωντανοί αλλά με αποφασιστικά ανατριχιαστικές πινελιές στη συμπεριφορά τους. Πολλά προβλήματα γεννά αυτή η επιστροφή και η δύσκολη επανένταξη στην παραγωγική δραστηριότητα δεν είναι το σοβαρότερο…Σκηνοθετική ακρίβεια, σεναριακή τελειότητα, αφηγηματικός ρυθμός που εισάγει σταδιακά το θεατή σε ένα παγερό εφιάλτη, αποχρώσεις του πάγου στη φωτογραφία και την καλλιτεχνική διεύθυνση, ηχητική μπάντα που συνδυάζει ιδανικά τη μουσική επένδυση με το σχεδιασμό ηχητικών εφέ, όλα συντελούν σε μια ταινία που μόνο να κερδίσει έχει στο πέρασμα του χρόνου.

 

Αυτά λοιπόν τα ολίγα από εμάς στο Grand Magazine με τη βεβαιότητα ότι υπήρξαν κι άλλες αξιόλογες ταινίες στο πρόγραμμα που δεν καταφέραμε να δούμε αλλά έτσι είναι τα Φεστιβάλ: σαν παζλ με δυνατότητες πολλών συνδυασμών. Ο κάθε θεατής παίρνει στο σπίτι τη δική του συνολική εικόνα.

Το 23ο λοιπόν Φεστιβάλ πέρασε στην Ιστορία και οι φανατικοί του θεσμού δεν έχουν παρά να κάνουν υπομονή μέχρι τον επόμενο Σεπτέμβρη και την 24η διοργάνωση! Peace and Films!

 

Τάσος Ντερτιλής