Too Much Info στο μυαλό του Βασίλη Χριστοφιλάκη

 

Ο Βασίλης Χριστοφιλάκης, σκηνοθέτης, σεναριογράφος, πρωταγωνιστής και οτιδήποτε άλλο χρειάστηκε να γίνει όσο διαρκούσε το γύρισμα, μοιράστηκε μαζί μας μέρος από το Too Much Info που του σκοτεινιάζει το κεφάλι. Όλα στον τόπο του «εγκλήματος» στο μυθικό Παγκράτι.

Too Much Info στο μυαλό του Βασίλη Χριστοφιλάκη: είναι δυνατόν να ταξινομηθεί ποτέ;

Είμαι κομμάτι μιας γενιάς που έχει πολλά μέσα στο κεφάλι της, είναι αλήθεια. Αλλά δεν γίνεται σήμερα να κάνεις μια ταινία αν δεν επιχειρήσεις να ταξινομήσεις τη σκέψη σου και μέρος έστω από την πληροφορία που έχει συσσωρευθεί εκεί μέσα. Ακόμη κι αν η ταινία μιλάει για το Χάος που επικρατεί, απαιτείται να έχεις βάλει μια σειρά στη σκέψη σου για να προχωρήσεις. Δεν υπάρχουν περιθώρια λάθους. Το να κάνεις μια ταινία σήμερα είναι μια φανταστική υπέρβαση, πόσο μάλλον για μένα που έφθασα στα 35 για να κάνω αυτή την πρώτη μου ταινία μεγάλου μήκους. Για να την κάνω έπρεπε αναγκαστικά να γίνει αυτή η ταξινόμηση που ήταν μια λυτρωτική εμπειρία γι’ αυτό και νομίζω ότι το πράγμα δούλεψε τελικά.

Κάνεις ταξινόμηση, κάνεις την προσευχή σου και προχωράς.

Αγγλικός τίτλος και μάλιστα «μπόλικος»: Υπάρχει κάποια εξήγηση;

Εξήγηση; Μπα μάλλον επιφοίτηση θα έλεγα. Όταν ξεκίνησα να κρατάω σημειώσεις για την ταινία ήρθε και με χτύπησε αυτός ο τίτλος. Έχω ακόμη τη σχετική σημείωση στο μπλοκάκι μου. Too Much Info και τα λοιπά. Επηρεασμένος από ταινίες του Γούντι Άλεν και του Mumblecore * όπου συχνά οι τίτλοι είναι σιδηρόδρομοι, ήθελα ένα τίτλο που να περιγράφει τέλεια το περιεχόμενο. Ε, αυτός ο τίτλος μου έκατσε και τον κράτησα παρά τις κατά διαστήματα σκέψεις να τον αλλάξω, να τον μικρύνω, να τον κάνω ελληνικό. Κάτι δεν μου κόλλαγε αφού για μένα συμβολίζει τον αυθορμητισμό της πρώτης σύλληψης της ταινίας και έτσι αποφάσισα καρμικά να τον κρατήσω.

Έχει πλάκα που πολλοί δεν μπορούν να τον διαβάσουν, όπως πρόσφατα στη Γαλλία που μου έδιναν το Βραβείο ή και στη Θεσσαλονίκη πέρυσι και κρατάνε μόνο το αρχικό Too Much Info. Το απολαμβάνω αφού είναι μια ταινία που δεν μπορείς να τη «διαβάσεις» εύκολα, διαβάζεις τίτλο και στο clouding έχεις χαθεί. Σε αρκετούς όμως πια έχει εντυπωθεί ο τίτλος ολόκληρος.

*ΣΣ: υποείδος αμερικάνικης ανεξάρτητης ταινίας με έμφαση στο διάλογο και τις διαπροσωπικές σχέσεις.

Συναντιέται ο Γούντι Άλεν με το Θανάση Βέγγο στο σύμπαν της ταινίας; Και με ποιο τρόπο;

Αν μιλάμε για τον Θανάση Βέγγο, τον δικό μας τον καλό μας άνθρωπο, αυτό το παίρνω ως μεγάλο κομπλιμέντο με την έννοια ότι θα ήθελα να πει κάποιος ότι να, εδώ υπάρχει ο δικός μας Βασίλης Χριστοφιλάκης που διηγείται απλές καθημερινές ιστορίες ηρώων με τους οποίους μπορούμε να ταυτιστούμε. Θα ήθελα πολύ αυτή η πνευματική κληρονομιά που μας έχει αφήσει ο Βέγγος να περνάει και μέσα από την ταινία μου. Όσο για το Γούντι Άλεν ήταν η βασική μου επιρροή και ελπίζω να βγαίνει αυτό στην ταινία. Παρθενογένεση φυσικά και δεν υπάρχει στην Τέχνη, οι επιρροές ενός καλλιτέχνη είναι άπειρες, τις παντρεύεις, κάτι παίρνεις από εδώ κάτι από κει, το πλάθεις το «μαγειρεύεις», βάζεις τη δική σου ματιά και φτιάχνεις κάτι καινούργιο.  

Είναι μια ταινία για τον αστικό ψυχισμό μετά την πτώση της εγχώριας μεσαίας τάξης;

Ακριβώς αυτό ήταν το ζητούμενο από μένα. Αν μου ζητούσαν να ταξινομηθώ ταξικά θα έλεγα ότι θέλω να είμαι κινηματογραφικός εκπρόσωπος αυτής της τάξης που θεωρώ ότι έχει το μεγαλύτερο κινηματογραφικό ενδιαφέρον σήμερα αφού είναι η τάξη που έχει υποστεί τη μεγαλύτερη καταστροφή από την οικονομική κρίση και τις σπουδαιότερες μεταστροφές και μεταλλάξεις. Ο φτωχός μπορεί να έγινε φτωχότερος, ο πλούσιος πλουσιότερος αλλά η μεσαία τάξη υπέστη όλη τη λαίλαπα τα τελευταία χρόνια αφού κυριολεκτικά της τράβηξαν το χαλί κάτω από τα πόδια. Εκεί που κοιτούσε ψηλά προς το μέλλον (πάντα η μεσαία τάξη κοιτάζει προς τα πάνω) βρέθηκε να παλεύει για τα αυτονόητα. Αυτής της τάξης παιδί είμαι και για αυτά ήθελα να μιλήσω. Μεγάλοι σκηνοθέτες έχουν μιλήσει για τα προβλήματα της εργατιάς και των φτωχών, έχουν καλύψει το κενό. Ενώ για τη πτώση της μεσαίας τάξης δεν έχει μιλήσει κανένας.  

 

Πως θα περιέγραφες την κουλτούρα του σημερινού μέσου 35άρη που γεννήθηκε με Πασόκ;

Α ο Millenial !  Θέλει να έχει κουλτούρα ακόμη κι αν δεν έχει. Θέλει να έχει γνώμη ακόμη κι αν δεν έχει γνώση. Δεν έχει αυτοπεποίθηση και προσπαθεί να την καλύψει με την πληροφορία. Δεν έχει ταυτότητα και ψάχνει έντονα να την αποκτήσει μέσα σε κλίμα συνεχούς αμφισβήτησης και αμφιβολίας. Πάσχει από stress και αυτοάνοσα, κάνει ομοιοπαθητική, που και που διαβάζει και κανένα βιβλίο, έχει να αντιμετωπίσει και την παρατεταμένη εφηβεία της προηγούμενης γενιάς των γονιών του. Too Much Info clouding over the millennials !

Η χρήση του ασπρόμαυρου παραπέμπει στην ελληνική κωμωδία των 60s;

Όχι μόνο εκεί αλλά σίγουρα υπήρχε στο μυαλό μου αυτή η εποχή που έβγαλε 5-10 σπουδαίες κωμωδίες που ανέδειξαν μια άλλη Αθήνα, μια ήσυχη πόλη με τους δικούς της ρυθμούς, κάτι που θέλησα να περάσω και στη δική μου ταινία για να έρχεται σε αντίθεση με το τρέξιμο και τις έννοιες των πρωταγωνιστών της που μοιάζουν να μην μπορούν να εκτιμήσουν και να απολαύσουν το περιβάλλον που ζουν. Με δεδομένο επίσης ότι όλες σχεδόν οι αγαπημένες μου ταινίες είναι ασπρόμαυρες, ήθελα επίσης να δω αν θα μπορούσα και εγώ μέσα από το ασπρόμαυρο να δω και να αγαπήσω την Αθήνα σαν άλλο γουντιαλενικό Μανχάταν. Και φυσικά, το ασπρόμαυρο στην πράξη είναι μια άριστη επιλογή για να κρατήσεις το budget πραγματικά low.

Γιατί το Ελληνικό σινεμά δεν έχει πια χιούμορ;

Οι σκηνοθέτες σήμερα φοβούνται να κάνουν κωμωδία, προτιμώντας να βάζουν απλώς ψήγματα χιούμορ στις ταινίες τους. Όλοι πιστεύουν ότι η κωμωδία είναι ένα είδος δύσκολο, κάτι που δεν ισχύει ακριβώς. Αν ακολουθήσεις τους βασικούς κανόνες του είδους, είσαι ειλικρινής και προσγειωμένος χωρίς να προσπαθείς να εκμαιεύσεις το γέλιο τότε ναι υπάρχει κωμωδία. Πολλοί πάλι την αποφεύγουν γιατί δεν τη θεωρούν φεστιβαλικό είδος. Αρλούμπες! Η δική μου ταινία μια χαρά πήγε στα διάφορα Φεστιβάλ όπου κοινό και επιτροπές ζητούν απεγνωσμένα κωμωδίες αφού πάντα έχουν υπερφόρτωση από βαριά δράματα. Όμως η κωμωδία περιγράφει καλύτερα τη ζωή όπως είναι, δεν χαρίζεται σε κανένα και ο Έλληνας που έχει χιούμορ, πάντοτε είχε, για αυτό και την αγκαλιάζει. Την χρειάζεται την κωμωδία και πρέπει να του τη δώσουμε, πέρα από τηλεοπτικές ευκολίες. Μπορεί να φανεί μεγαλεπήβολο αλλά πιστεύω ότι η επιστροφή της καλής ποιοτικής κωμωδίας θα ξαναφέρει το κοινό στις αίθουσες.

Γιατί το πλατύ κοινό σπάνια πλέον αγκαλιάζει μια ελληνική ταινία ενώ πηγαίνει συχνότερα στο Θέατρο; Η δική σου σχέση με το Θέατρο σε τι κατάσταση βρίσκεται;

Μάααλιστα! Δυστυχώς στην Ελλάδα έχουμε ανέκαθεν θέμα μίμησης. Κάθε μερικά χρόνια βγαίνει ένας σκηνοθέτης κάνει μια ταινία που έχει μεγάλη επιτυχία και έρχονται οι υπόλοιποι και τον μιμούνται. Παλιότερα ο Αγγελόπουλος, πιο πρόσφατα ο Λάνθιμος. Είναι λάθος η σύλληψη μιας ταινίας να ξεκινάει από την αντιγραφή για να κάνει τον γύρο των Φεστιβάλ. Πρέπει να σκέφτεσαι με γνώμονα όχι τη φεστιβαλική επιτυχία αλλά την ικανοποίηση της ανάγκης για προσωπική έκφραση και επικοινωνία με το κοινό. Αλλιώς χάνεται κάθε πρωτοτυπία με αποτέλεσμα οι ταινίες να γίνονται για το σουξέ των φεστιβάλ που ίσως εξασφαλίσει το γύρισμα της επόμενης ταινίας. Έτσι όμως επήλθε το διαζύγιο του σινεμά με το κοινό που γύρισε την πλάτη του και προτίμησε να πάει θέατρο που, παρότι ακριβότερο, του προσφέρει μια σχετική ασφάλεια στο τι θα παρακολουθήσει. Λόγου χάρη θα πάει να δει Τσέχοφ, ακόμη και να μην είναι καλό το ανέβασμα, σου λέει θα δω Τσέχοφ. Με την Ελληνική ταινία είναι σαν να του έχεις δέσει τα μάτια με ένα μαντήλι και τον οδηγείς σε Ραντεβού στα Τυφλά. Ούτε χρόνος ούτε χρήμα υπάρχει πλέον για τέτοιο ρίσκο οπότε το θέατρο έχει μετατραπεί στην πρώτη και πιο ελκυστική επιλογή. Για αυτό και βλέπουμε θέατρα, ακόμη και μικρά, να γεμίζουν. Ελπίζω αυτό να αλλάξει. Και θα αλλάξει αφού έχουν αρχίσει και βγαίνουν ταινίες είδους που είναι και το βασικό. Μια κωμωδία, ένα θρίλερ, μια περιπέτεια, ένα love story, όλα με μια επώνυμη σκηνοθετική υπογραφή που θα εμπιστεύεται το κοινό και θα μπαίνει να τις δει. Δεν είναι εύκολο να γίνει μια ταινία είδους αφού πολλοί σκηνοθέτες δεν τα καταφέρνουν λόγω έλλειψης budget και ιδεών και το γυρίζουν στο cult και την παρωδία. Αυτό για μένα είναι μεγάλο λάθος. Πρέπει να σέβεσαι τους κανόνες των ειδών για να φέρεις πίσω τον κόσμο. Δε λέω να πεθάνει το εναλλακτικό ή το Art House κύκλωμα αλλά ο κινηματογράφος θέλει είδη για να επιβιώσει.

Πως τα κατάφερες να πείσεις τρεις «ντίβες» της σκηνής να πρωταγωνιστήσουν στην ταινία σου;

Τρεις ντίβες ε; Ωραίο ακούγεται αλλά η Λένα Δροσάκη, η Λένα Ουζουνίδου και η Κωνσταντίνα Μιχαήλ κάθε άλλο παρά ντίβες με την κλασσική έννοια του όρου είναι. Είναι τρεις υπέροχοι άνθρωποι και καλλιτέχνες και δεν ήταν δύσκολο να τις πείσω. Βασικά ήθελα καλές ηθοποιούς που να έχουν αποδείξει την αξία τους στη σκηνή.  Να φανταστείς έψαχνα τις λίστες των ηθοποιών που έχουν βραβευτεί με το βραβείο Μερκούρη ας πούμε. Με τη Λένα τη Δροσάκη είμαστε και πιο κοντά ηλικιακά και ήταν πιο εύκολο ίσως να την πείσω. Το κλειδί όμως ήταν το ασπρόμαυρο φιλμ. Σε όλες άρεσε η ιδέα! Για το ρόλο της Κωνσταντίνας Μιχαήλ, με την οποία είχα συνεργαστεί παλιότερα στο Θέατρο, δεν μπορούσα να φανταστώ καμία άλλη. Τον έγραψα ειδικά για αυτήν, ήξερα ότι είναι ροκ και ακομπλεξάριστη και πίστευα ότι θα δεχόταν. Και βγήκε πραγματικά υπέροχη!

 

Πως αισθάνεσαι μπροστά από την κάμερα; Υπάρχουν όρια στην έκθεση του καλλιτέχνη στα μάτια του κοινού;

Πολλοί μου είπαν να μην το επιχειρήσω, να μην εκτεθώ αλλά για μένα αυτό το παίζω-γράφω-σκηνοθετώ δεν ήταν too much, ήταν αυτό που ήθελα να κάνω. Πολλά χρόνια υπήρξα ο σκηνοθέτης στην καρέκλα και αποφάσισα να νικήσω το άγχος και να το επιχειρήσω. Ήταν απόλυτα λυτρωτικό και ανυπομονώ να το ξανακάνω. Ο σκηνοθέτης που παίζει και σκηνοθετεί, δεν αρκείται να κρίνει το αποτέλεσμα από το μόνιτορ, το νοιώθει τη στιγμή που συμβαίνει, το ζει μαζί με τους ηθοποιούς και μπορεί να επέμβει εν τη γενέσει του και να αλλάξει ό,τι θέλει. Όσο για την έκθεση, δεν πιστεύω στα όρια, στόχος του καλλιτέχνη πρέπει να είναι να βρεθεί μακριά από την προσωπική του comfort zone και να ξεχάσει τα κόλπα και τις ευκολίες του. Να δοκιμάσει πράγματα. Δεν είναι πιλότος που θα ρισκάρει να ρίξει το αεροπλάνο αν δοκιμάσει κάτι καινούργιο. Οπότε μπορεί-και πρέπει-να διακινδυνεύει και να εκτίθεται.

Τι άποψη έχεις για την κριτική αλλά και τους κριτικούς;

Να σου πω, γνώσεις έχουν, σινεμά παρακολουθούν αλλά νομίζω ότι είναι υπέρμετρα αυστηροί με τις Ελληνικές ταινίες. Όταν ξέρεις ότι οι περισσότερες δεν πρόκειται να βγουν στις αίθουσες κι αν βγουν θα κάνουν ελάχιστα εισιτήρια θεωρώ ότι είναι λάθος να είναι τόσο τρομακτικά αυστηροί. Δεν λέω, να μη χαριστούν σε κανέναν που δεν το αξίζει, αλλά ας βάλουν κι ένα αστεράκι πιο χαλαρά αφού, καλώς ή κακώς-δεν το ξέρω αυτό, το κοινό τείνει πια να παρακολουθεί τα αστεράκια αντί να διαβάζει τις κριτικές. Ανοίγει, βλέπει τις λίστες, βλέπει τα αστεράκια και επιλέγει. Καλό θα ήταν κατά τη γνώμη μου να μελώσουν λίγο και να στηρίξουν τις ελληνικές ταινίες με γνώμονα την επιστροφή του κόσμου στο σινεμά.

Η ταινία σου είχε μια άριστη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης όσο και στο εξωτερικό. Στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας όμως αγνοήθηκε. Σε πείραξε;

Ναι η ταινία αγνοήθηκε, τι να πω, στη Θεσσαλονίκη βραβεύτηκα από τη διεθνή ένωση κριτικών, από το ΕΚΚ, από την ΕΡΤ, δεν ήξερα κανέναν ούτε κανείς με ήξερε, ούτε γνωρίζω και τις σχέσεις μεταξύ της Ακαδημίας και του Κέντρου. Δεν ξέρω τι αξία-κι αν έχουν-τα βραβεία για το κοινό, όμως τα αντιφατικά μηνύματα που λαμβάνει για μια ταινία που οι «Βόρειοι» βράβευσαν ενώ οι «Νότιοι» αγνόησαν, σίγουρα το μπερδεύουν. Την ταινία στην τελική δεν την κάνουν ούτε τα βραβεία ούτε οι υποψηφιότητες αλλά ο κόσμος που θα πάει να πληρώσει για να τη δει και το feedback που θα σου δώσει πίσω. Οπότε ναι, μάλλον με ενόχλησε αλλά οκ, πάμε παρακάτω η ζωή συνεχίζεται.

Ετοιμάζεις κάτι καινούργιο κινηματογραφικό αυτή την εποχή; Ασχολείσαι παράλληλα με κάτι άλλο;

Ο χρόνος τρέχει και δεν πρέπει να τον αφήνουμε να περνάει. Εννοείται ότι ήδη δουλεύω το σενάριο της επόμενής μου ταινίας που θα κινείται στο ίδιο πάνω κάτω ύφος. Κάτι που δουλεύει δεν το σπας, δεν το χαλάς απλά προσπαθείς να το βελτιώσεις. Σταδιακά βέβαια θέλω να ξεφύγω από τις ιστορίες του ενός και να πάω σε πιο πλατιά, πιο οικουμενικά ζητήματα, να εξερευνήσω τις ανθρώπινες σχέσεις, να καταλάβω τις γυναίκες. Γιατί είναι σημαντικό να μπορέσει κανείς να καταλάβει τις γυναίκες, είναι ζητούμενο στην εποχή του #metoo. Γιατί ορίστε, πας 36, φθάνεις 60 και συνειδητοποιείς ότι τον γυναικείο ψυχισμό δεν τον έχεις καταλάβει. Και χάνεις τη μισή ανθρωπότητα και από κει ξεκινούν πάρα πολλά προβλήματα. Ευτυχώς έχω μια υπέροχη σύντροφο που με βοηθάει με εντατικά καθημερινά μαθήματα και την ευχαριστώ. Όσο για το μέλλον, σινεμά θέλω να κάνω και μόνο σινεμά. Αν προκύψει κάτι άλλο στην πορεία, βλέπουμε. Να ξέρεις όμως ότι έχω ήδη στο μυαλό μου τις επόμενες δύο τρεις ταινίες.

Συνέντευξη: Τάσος Ντερτιλής

Location: Αερόστατο, Πλατεία Προσκόπων

Για την ταινία περισσότερα εδώ