El Reino – Ο Έκπτωτος

Παραγωγή: Ισπανία/Γαλλία – 2018 

Διάρκεια: 132 λεπτά 

Είδος: Πολιτικό Θρίλερ 

Βαθμολογία: * * * ½ 

Σκηνοθεσία: Rodrigo Sorogoyen 

Πρωταγωνιστούν: Antonio de la Torre, Mónica López, Josep Maria Pou, Bárbara Lennie, Nacho Fresneda, Ana Wagener, Luis Zahera, Francisco Reyes, María de Nati, David Lorente. 

Ο Μανουέλ, τοπικός γραμματέας ενός μεγάλου κόμματος σε μία παραθαλάσσια πόλη της Ισπανίας,, με αρκετή επιρροή και πολλές πιθανότητες να αναλάβει την θέση του Προέδρου, βλέπει την τέλεια ζωή του να απειλείται μετά από την επικείμενη αποκάλυψη ενός μεγάλου σκανδάλου, που εμπλέκει τον ίδιο και τον φίλο του, Πάκο. Ο Μανουέλ προσπαθεί να κρατήσει την ψυχραιμία του, καθώς τα media  αρχίζουν να ξεσκεπάζουν το σκάνδαλο, πιστεύοντας ότι η καταιγίδα θα περάσει και ότι το κόμμα θα τον καλύψει, όπως έκανε πάντα όταν είχε μπλεξίματα κάποιο από τα μέλη του. Όμως αυτή τη φορά ο Μανουέλ προορίζεται να γίνει ο αποδιοπομπαίος τράγος και να φορτωθεί τα πάντα. Οι ανέμελοι κομματικοί φίλοι του με τα γιοτ και τα ακριβά δείπνα έχουν εξαφανισθεί ως δια μαγείας. Απόβλητος από το “βασίλειο”, προδομένος και στιγματισμένος στα μάτια της κοινής γνώμης, ο Μανουέλ δεν δέχεται να πέσει μόνος του. Με μόνη βοήθεια τη στήριξη της γυναίκας και της κόρης του, παγιδευμένος σε μια μάχη για επιβίωση, αποφασίζει να στραφεί ενάντια σε μια καλολαδωμένη μηχανή και ένα κομματικό σύστημα, στο οποίο οι βασιλιάδες μπορεί να γκρεμίζονται - τα βασίλεια, όμως, επιβιώνουν.

Η πραγματικότητα πίσω από τη βιτρίνα των κομματικών μηχανισμών, ανεξάρτητα από χώρα, κομματική απόχρωση και ιδεολογία, μπορεί να γίνει ανατριχιαστική όπως στην νέα ταινία του Ροντρίγο Σορογκόγιεν. Η κομματική καθημερινότητά δεν αποκλείεται να περιλαμβάνει ξέπλυμα χρήματος, ύποπτες συναλλαγές, περίεργα πάρε-δώσε και ειδικές “χάρες” προς επιχειρηματίες. Αυτός ο ψυχρός ισοπεδωτικός αυτοσυντηρούμενος μηχανισμός διαφθοράς αναλύεται με χειρουργική ακρίβεια σε όλες τις εφιαλτικές και θανάσιμες διαστάσεις που μπορεί να λάβει όταν απειλείται.

Η ταινία μπορεί να χρησιμοποιεί ως εφαλτήριο την τεράστια πολιτική κρίση που έχει ξεσπάσει στην Ισπανία, είναι όμως ταυτόχρονα αναγνωρίσιμη σε όλον τον κόσμο. Ας μην αρχίσουμε να αναφέρουμε καταστάσεις και ονόματα της εγχώριας πολιτικής σκηνής γιατί η λίστα δεν θα έχει τελειωμό.

Με αυτή την ταινία ό Σορογκόγιεν αποδεικνύεται εξαιρετικός μαθητής του Γαβρά αλλά και ο Αντόνιο ντε λα Τόρε αποδεικνύει την τεράστια ερμηνευτική γκάμα του.

Μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της χρονιάς στην Ισπανία, βραβεύθηκε με επτά Γκόγια, μεταξύ των οποίων Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α’ και Β’ Ανδρικής Ερμηνείας και ήταν επίσης υποψήφια για το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Εννοείται ότι πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες κινηματογραφικές επιλογές για πλατύ κοινό αυτού του καλοκαιριού. Κοινώς, δεν το χάνουμε! 

Διανομή: Rosebud.21 σε συνεργασία με την Seven Films 

Στις αίθουσες από 08.08.19 

 

O Ροντρίγκο Σορογκόγιεν μιλά για την ταινία (από τα production notes) 

“Γιατί θελήσαμε να πούμε αυτήν την ιστορία; Τι ήταν, δηλαδή, αυτό που θέλαμε να πούμε; Εν ολίγοις, η ιστορία γεννήθηκε χάρη στην αγανάκτηση. Την αγανάκτηση για όλα όσα μάθαμε από το 2007 ως σήμερα και όλα όσα ακόμη αγνοούμε. Η διαφθορά του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα η έλλειψη ουσιώδους αντίδρασης στην διαφθορά αυτή, μας άφησε, και συνεχίζει να μας αφήνει, πάνω απ’ όλα μπερδεμένους και έπειτα εξοργισμένους, θλιμμένους και τελικά σχεδόν αναίσθητους μπροστά σε όποια νέα υπόθεση πολιτικής εξαπάτησης. 

Ως σεναριογράφοι, ο κόσμος στον οποίο ζούμε μας συναρπάζει. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε ιστορίες, γιατί είναι ήδη παντού γύρω μας ήδη, ξεκάθαρες. Ανοίγοντας απλώς μία εφημερίδα ή ακούγοντας μία συζήτηση στο μετρό, μπορεί να έχεις την αρχή μίας καλής ταινίας. Μας συναρπάζουν οι άνθρωποι - δυστυχώς, όμως, μας συναρπάζει και το κακό. Και η αφθονία των υποθέσεων διαφθοράς τα τελευταία χρόνια αναπόφευκτα μάς ανάγκασε να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα: “Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Έχουν φτιαχτεί στο ίδιο καλούπι με εμάς; Τι περνάει από το μυαλό τους όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι; Μπορούν να λένε ψέματα και να κλέβουν κατά τη διάρκεια της μέρας, κι έπειτα να επιστρέφουν ήσυχοι σπίτι στις οικογένειές τους τα βράδια; Μπορεί καν να γίνει αυτό; Νιώθουν μεταμέλεια; Κινούνται με δεμένα τα μάτια; Γελούν με εμάς τους υπόλοιπους πριν αποκοιμηθούν;”. Όλα αυτά τα ερωτήματα έδρασαν ως η κινητήριος δύναμη της ταινίας μας. 

Θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα θρίλερ γεμάτο σασπένς, το οποίο να αρπάζει την προσοχή του θεατή, αλλά και να μιλάει για τους ανθρώπους και τα σκοτάδια τους, τα διλήμματα στη ζωή τους. Επικεντρωθήκαμε στη διαφθορά, όχι μόνο την πολιτική αλλά και την ανθρώπινη. Το να ψεύδεσαι, άλλωστε, είναι τρόπος ζωής. 

Συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαν γίνει ταινίες για την τρέχουσα πολιτική διαφθορά στην Ισπανία και έτσι συνεχίσαμε με το πρότζεκτ. Από την αρχή, ξέραμε ότι η ταινία θα είχε ως αφηγητή τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον ληστή, τον χαρακτήρα που υπό κανονικές συνθήκες και στις περισσότερες ταινίες θα ήταν ο εχθρός, ο “κακός”. Γνωρίζαμε ότι αυτό ήταν μια μεγάλη πρόκληση, αλλά γνωρίζαμε επίσης ότι θα έκανε την ταινία πολύ πιο ενδιαφέρουσα και, το σημαντικότερο, ότι θα μας επέτρεπε να δώσουμε απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα που είχαμε θέσει στους εαυτούς μας. Θέλαμε οι θεατές να ακολουθήσουν τον διεφθαρμένο πολιτικό στο ταξίδι του. Η ταινία δεν είχε να κάνει με όργανα επιβολής του νόμου ή ηθικούς δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν μία υπόθεση διαφθοράς - αντίθετα, ακολουθούμε ένα άνδρα που κλέβει από τους φορολογούμενους εδώ και χρόνια και τελικά αποκαλύπτεται. Και έπειτα, αντί να παραδεχθεί το έγκλημά του και την τιμωρία του, πολεμά τα πάντα και τους πάντες για να αποφύγει την φυλακή. Δεν θέλαμε να τον κρίνουμε, αυτό θα ήταν εύκολο: ένας πολιτικός που δεν έχει πρόβλημα να προδώσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων και να κλέψει από το δημόσιο ταμείο, είναι καταφανώς ένοχος. Ούτε θέλαμε να δηλώσουμε ότι η κλοπή είναι κακό πράγμα: κι αυτό είναι κάτι το προφανές για όλους. Αντίθετα, θέλαμε να ρωτήσουμε γιατί το κάνουν και, ειδικότερα, γιατί, όταν αποκαλύπτονται οι πράξεις τους, αντί να ζητήσουν συγνώμη και να αποδεχθούν την πρέπουσα τιμωρία, προτιμούν να συνεχίσουν τα ψέματα ώσπου να μείνουν χωρίς επιχειρήματα. Γι’ αυτό πιστέψαμε ότι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε την ιστορία ήταν η τοποθέτηση του βασικού χαρακτήρα στο απόλυτο κέντρο της ιστορίας. Έτσι, θέσαμε στον εαυτό μας έναν κανόνα: έπρεπε να τα πούμε όλα μέσα από εκείνον. Δεν βλέπουμε τίποτα που δεν βλέπει εκείνος.”