Mary Poppins Returns – Η Μαίρη Πόπινς επιστρέφει

Παραγωγή: ΗΠΑ - 2018 

Διάρκεια: 130 λεπτά 

Είδος: Οικογενειακή Μουσική Κομεντί Φαντασίας 

Βαθμολογία: * * ½ 

Σκηνοθεσία: Rob Marshall 

Πρωταγωνιστούν: Emily Blunt, Lin-Manuel Miranda, Ben Whishaw, Emily Mortimer, Julie Walters, Colin Firth, Jeremy Swift, Kobna Holdbrook-Smith και τα παιδιά Pixie Davies, Nathanael Saleh και Joel Dawson. Guest Stars: Meryl Streep, Dick Van Dyke, Angela Lansbury και ο David Warner. 

Στην ελληνική βερσιόν ακούγονται: Βάσια Zαχαροπούλου, Άρης Πλασκασοβίτης, Βασίλης Παπαστάθης, Άριελ Κωνσtαντινίδη, Πέγκυ Μανωλά, Ορέστης Μαρίζας, Γιάννης Κοιλάκος, Λίλα Μουτσοπούλου, Μαριάνθη Σοντάκη, Τηλέμαχος Κρεβάικας, Ανδρέας Ευαγγελάτος, Στέλιος Ψαρουδάκης, Κώστας Δαρλάσης, Ζωή Ρηγοπούλου. 

Στην Αγγλία της οικονομικής ύφεσης κάπου στη δεκαετία του 1930 βρίσκουμε τον Μάικλ Μπανκς, ενήλικο πια με τρία παιδιά και πολλά προβλήματα. Ο Μάικλ ήταν μικρό παιδί όταν η τέλεια νταντά Μαίρη Πόπινς εμφανίστηκε στη ζωή του, αλλά τώρα τα πράγματα είναι  δύσκολα και τα παιδιά του αναλαμβάνουν ευθύνες που τα αναγκάζουν να μεγαλώσουν πριν την ώρα τους, ενώ κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους από μια υποθήκη στην Τράπεζα που δουλεύει ο Μάικλ. Αυτή την πιο δύσκολη στιγμή κάνει ξανά την εμφάνισή της η πάντα νέα και αινιγματική νταντά με τις μοναδικές μαγικές ικανότητες. Με τη συντροφιά του Τζακ του χαρούμενου φανοκόρου της γειτονιάς, η Μαίρη Πόπινς  αναλαμβάνει τα παιδιά της οικογένειας Μπανκς και τα οδηγεί σε μία σειρά από φαντασμαγορικές περιπέτειες, φέρνοντας ξανά το γέλιο και την ανεμελιά στο σπιτικό των Μπανκς. 

 

Όλα είναι πιθανά, ακόμα και τα απίθανα. Μια κλασική φράση της PL Travers, δημιουργού της Μαίρη Πόπινς, που ακούγεται σε μια κομβική στιγμή της πλοκής της ταινίας. Απίθανο είναι επίσης να έρθει ένα sequel, μισό και παραπάνω αιώνα αργότερα, και να καταφέρει να λειτουργήσει στο σύγχρονο κοινό: 54 χρόνια μετά τις supercalifragilisticexpialidocious πτήσεις της Τζούλι Άντριους πάνω από τις καμινάδες του Βικτωριανού Λονδίνου, η Έμιλι Μπλαντ αναλαμβάνει το έργο της μετενσάρκωσης ενός μνημείου των κινηματογραφικών μύθων. Και από την πλευρά της τα καταφέρνει άριστα, όσο τουλάχιστον της επιτρέπει η πλοκή αυτής της επιστροφής που βάζει στο κέντρο της αφήγησης όχι τη μαγεία του παραμυθιού και του παιδικού ψυχισμού αλλά τα οικονομικά και λοιπά προβλήματα των μεγάλων της οικογένειας. Αυτά τα προβλήματα που αποτελούν μια όχι και τόσο καλυμμένη αναφορά στην εποχή μας που ωστόσο γίνεται με πολύ σχηματικό τρόπο και δυστυχώς καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της πλοκής εις βάρος της μαγείας και των μουσικών κομματιών.

Άριστα επίσης τα καταφέρνει και ο Μαρκ Σάιμαν με τη μουσική του και τα υπέροχα διαχρονικά τραγούδια που έγραψε με τον Σκοτ Γουίτμαν που αποτελούν ένα άξιο φόρο τιμής στη μουσική των αδελφών Σέρμαν της πρωτότυπης ταινίας του 1964. Τα εξαιρετικά (και πάλι) κοστούμια της Σάντι Πάουελ βγάζουν μάτι με την τελειότητά τους ενώ τα σκηνικά του Τζον Μάιρ παραπέμπουν σε ένα μυθικό Λονδίνο του 30 πέρα από τη σκληρή πραγματικότητα εκείνης της εποχής αλλά και της κάθε εποχής.

Από δω και πέρα αρχίζουν τα προβλήματα. Δηλαδή το εξής: Ρομπ Μάρσαλ. Ο σκηνοθέτης του Chicago αλλά και του Nine μοιάζει να παρασύρεται από τον παραμυθένιο κόσμο της ηρωίδας του και ξεχνάει να πατήσει στη γη «όταν η μουσική τελειώνει» οπότε οι σκηνές πρόζας μοιάζουν σαν να είναι σκηνοθετημένες από τον μονίμως αφηρημένο και παράταιρο πρωταγωνιστή Μάικλ Μπανκς, χαλαρές, ασύνδετες και πολλές, πάρα πολλές. Οι διάλογοι επίσης δεν βοηθούν αφού επιχειρούν να αντιγράψουν κυριολεκτικά μια άλλη, οριστικά τελειωμένη κινηματογραφική εποχή, κάνοντας το φιλμ να πλατιάζει και να μοιάζει παλιομοδίτικη παραξενιά.

 

Ευτυχώς τα μουσικά ιντερλούδια είναι εμπνευσμένα και θεαματικά και αποζημιώνουν τον θεατή: η καταβύθιση στη μπανιέρα, το ταξίδι στη χρωματιστή σουπιέρα είναι τρανταχτά παραδείγματα το τι θα μπορούσε να είναι το φιλμ με πιο οργανωμένη σκηνοθετική άποψη. Δυστυχώς ο Μάρσαλ βρίσκεται αρκετά μακριά από το Chicago και υπερβολικά κοντά στο Nine. Και είναι κρίμα τόσος κόπος και ενέργεια και φιλοδοξία να καταλήγουν σε τέτοιο άνισο αποτέλεσμα. Αν ήταν μιούζικαλ του Broadway  θα μιλούσαμε για ένα τεράστιο hit από κάθε άποψη. Είναι όμως ταινία και έχουμε 2018…Κι ας μην αρχίσουμε να απαριθμούμε επιτυχημένα σύγχρονα κινηματογραφικά μιούζικαλ ε; Και επιτέλους κανένας δεν είπε στον χαρισματικό κατά τα λοιπά Λιν Μανουέλ Μιράντα ότι βρίσκεται σε κινηματογραφικό σετ και όχι σε θεατρική σκηνή; Η υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ανδρικής ερμηνείας μας μάρανε! (μαζί με άλλες τρεις υποψηφιότητες, ταινίας, μουσικής και γυναικείας ερμηνείας). Όχι ότι οι υπόλοιποι πάνε πίσω, με μόνη που διασώζεται φυσικά την θαυματουργή Έμιλι Μπλαντ που θεωρείται από τα φαβορί για Οσκαρική υποψηφιότητα. Άντε και την πάντα απρόβλεπτη Μέριλ Στριπ σε μια σπαρταριστή guest εμφάνιση.

Η ταινία αποθεώνεται από την κριτική στις ΗΠΑ αλλά το μεγάλο στοίχημα τελικά είναι το παιδικό κοινό και το πως θα αντιμετωπίσει αυτό τον πολύχρωμο αισθητικό αναχρονισμό. Τι νοσταλγία να αισθανθεί ένα 10χρονο για κάτι τόσο αναπαλαιωμένο; Μακάρι να διαψευστούμε γιατί είναι πολλά τα λεφτά και ο κόπος, όπως φαίνεται παρακάτω. 

Και μερικά trivia

Με προϋπολογισμό 130 εκατ. δολάρια μιλάμε φυσικά για μια υπερπαραγωγή. Παρακάτω μερικά νούμερα: Τα σκηνικά για την Οδό Κερασιάς, που κλείνουν το μάτι στην πρώτη ταινία, χρειάστηκαν 18 εβδομάδες για να κατασκευαστούν. Το κατάστημα της εκκεντρικής ξαδέλφης της Πόπινς, που υποδύεται η Meryl Streep, χρειάστηκε 7 μήνες για να ολοκληρωθεί.  O βραβευμένος με Όσκαρ διακοσμητής Gordon Sim (Chicago, Nine) με τη βοήθεια της ομάδας του έψαξε σε αντικερί σε ολόκληρη την Αγγλία για να βρει τα αντικείμενα που θα στόλιζαν το σκηνικό. Το εγκαταλελειμμένο πάρκο που φιλοξενεί μία από τις πιο απαιτητικές σκηνές της ταινίας, πήρε 26 εβδομάδες. Πάνω από 600 μπαλόνια γέμισαν με ήλιο και έπαιξαν στην ταινία. 448 κοστούμια δημιουργήθηκαν μέσα σε 9 μήνες.

Αν και η εμφάνιση της Μαίρη Πόπινς ήταν στο επίκεντρο της ταινίας, η ενδυματολόγος Sandy Powell παραδέχεται ότι τα ρούχα του χαρακτήρα που υποδύεται η Meryl Streep της πήραν τον περισσότερο καιρό. Οχτώ διαφορετικά άτομα πέρασαν πέντε εβδομάδες να ζωγραφίζουν στο χέρι το σχέδιο του υφάσματος.

Πάνω από 70 animators χρειάστηκαν για τις ανάγκες της ταινίας, οι οποίοι απασχολήθηκαν 16 μήνες για να ολοκληρώσουν τα κινούμενα σχέδια της ταινίας. Ανάμεσα τους ήταν και μερικοί από τους κορυφαίους καλλιτέχνες της Disney, οι οποίοι ενώ είχαν βγει στη σύνταξη, επέστρεψαν για να δουλέψουν για το σίκουελ της κλασικής ταινίας. 

Διανομή: Feelgood Entertainment 

Στις αίθουσες από 20.12.18 (μεταγλωτισμένη και με υπότιτλους)